- συζύγως
- Αεπίρρ. βλ. σύζυγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συζύγως — σύζυγος yoked together adverbial σύζυγος yoked together masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek